- επεκχωρώ
- ἐπεκχωρῶ, -έω (Α)εξέρχομαι για επίθεση μετά από άλλον («τὸ δεξιὸν μὲν πρῶτον... κέρας... ἡγεῑτο, δεύτερον δ' ὁ πᾱς στόλος ἐπεξεχώρει» — προχωρούσε μπροστά το δεξιό κέρας και κατόπιν έβγαινε για επίθεση όλος ο υπόλοιπος στόλος, Αισχύλ.).
Dictionary of Greek. 2013.